αγνοώ

αγνοώ
αγνόησα, αγνοήθηκα, αγνοημένος
1. δεν ξέρω: Αυτός αγνοεί στοιχειώδη πράγματα.
2. η μτχ. του παθητ. ενεστ., αγνοούμενος στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει αυτόν που κηρύχτηκε σε άγνοια: Μετά τη μάχη υπήρχαν πέντε αγνοούμενοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • αγνοώ — αγνοώ, αγνόησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀγνοῶ — ἀγνοέω not to perceive pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγνοέω not to perceive pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιγνοώ — ἀμφιγνοῶ ( έω) (ΑΜ) 1. αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος ή έχω λανθασμένη εντύπωση για κάτι αρχ. 1. δεν γνωρίζω, αγνοώ 2. (η μτχ. παθ. αορ.) ἀμφιγνοηθείς, θεῑσα, θέν αυτός που δεν έγινε γνωστός, ο άγνωστος 3. (το ουδ. σε απρόσ. έκφραση)… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άγνοια — ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) [ἀγνοῶ] έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια αρχ. 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια 2. φρ. «ὑπ ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αγνοητικός — ἀγνοητικός, ή, όν (Α) αυτός που προέρχεται από άγνοια, ο εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγνοῶ + παραγωγική κατάληξη τικός] …   Dictionary of Greek

  • αγνοούμενος — η, ο βλ. αγνοώ …   Dictionary of Greek

  • αγνοούντως — ἀγνοούντως επίρρ. (Α) [ἀγνοῶ] εξαιτίας άγνοιας, από άγνοια, αμάθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”